Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(πυρὸς αἰθομένοιο

См. также в других словарях:

  • δέμας — το (Α δέμας) (α. «μικρός το δέμας» μικροκαμωμένος β. «δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῑος» με θεϊκό παράστημα αρχ. 1. (περιφραστικά) «μητρῷον, πατρῷον δέμας» η μητέρα, ο πατέρας 2. «Ἀστερίας δέμας» η Δήλος 3. «Δάμαρτος ἀκτᾱς δέμας» το ψωμί 4. «δέμας πυρός… …   Dictionary of Greek

  • μη δη — μὴ δή (Α) μήπως («μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι», Σχόλ. Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • νοστώ — (I) νοστῶ, έω (Α) [νόστος] 1. (συν. στον Ομ.) επιστρέφω στο σπίτι μου ή στην πατρίδα μου (α. «οἴκαδε νοστήσας», Ομ. Ιλ. β. «οὐκ ἄρ ἔμελλον ἐγώ γε νοστήσας οἰκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῑαν εὐφρανέειν ἄλοχόν τε φίλην», Ομ. Ιλ.) 2. επανέρχομαι στα… …   Dictionary of Greek

  • αίθω — αἴθω (Α) 1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω 3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο») 4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»